- λυχνάρι
- το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) [λύχνος]νεοελλ.-μσν.λύχνοςμσν.πολύτιμος λίθος, ρουμπίνιαρχ.μικρή λυχνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυχνάρι — το ιού, μικρή συσκευή που δίνει φως με καύση λαδιού, ο λύχνος: Κρατώντας το λυχνάρι προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυχναράκι — το [λυχνάρι] 1. μικρό λυχνάρι 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού γένους βαλλωτή … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και … Dictionary of Greek
επαρυστήρ — ἐπαρυστήρ, ο και ἐπαρυστρίς, η (Α) μικρό αγγείο με το οποίο έχυναν λάδι στο λυχνάρι («ἐπαρυστρίδας καὶ πάντα τὰ ἀγγεῑα τοῡ ἐλαίου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρυστήρ (παράλληλος τ. τού αρυτήρ) «μέτρο υγρών»] … Dictionary of Greek
επιλύχνιος — α, ο (Μ ἐπιλύχνιος, ον) 1. αυτός που τελείται ή ψάλλεται την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, κατά τον εσπερινό («τῆς ἐπιλυχνίου εὐχαριστίας», «ἐπιλυχνίους ὕμνους») 2. φρ. «ἐπιλύχνιος εὐχαριστία» ο ύμνος «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης...». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί … Dictionary of Greek
θαλασσοδρόμος — Μικρό νηκτικό πτηνό του βόρειου Ατλαντικού, με ψαλιδωτή ουρά, στρογγυλές φτερούγες και γαμψό ράμφος. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο είναι το πτηνό με την επιστημονική ονομασία προσελαρία η πελάγιος. Αυτό έχει… … Dictionary of Greek
καντήλι — και κανδήλι (Μ καντήλι και κανδήλι και κανδήλιον) η μικρή καντήλα, το λυχνάρι που βρίσκεται μπροστά από τις εικόνες τών αγίων (νεολλ.) φρ. 1. «σώθηκε το καντήλι του» είναι ετοιμοθάνατος 2. «τού άναψαν τα καντήλια» εξοργίστηκε 3. «... το καντήλι… … Dictionary of Greek
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek
λουσέρνα — η είδος λυχναριού με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lucerna «λυχνάρι»] … Dictionary of Greek